ένα όμορφο σπίτι
στην άκρη του οικισμού
μέσ’ τα χορτάρια και το μυστήριο
. . .
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια
τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω
στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον
κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την
ξυπνήσει!
. . .
. . .
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε
μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο
τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Νίκος Γκάτσος
από το ποίημα ΑΜΟΡΓΟΣ
εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ