χωρίς τίτλο

στην κόψη του χρόνου
στην άκρη του καλοκαιριού
συννεφιασμένοι αποχαιρετισμοί
βαπόρια στο πέλαγος
μικρές ακρογιαλιές, βότσαλα
πέτρες γλυμμένες η ζωή μας
και σεις που θα ‘στε μακριά
εδώ από το γύρισμα της θάλασσας 
χαιρετισμός αγάπης

20140827 πως βρέθηκες εδώ;

απαντά η αναστασία και η ηρώ

αναστασία
εδώ πρωτοήρθα με την μαριάννα το καλοκαίρι του ενενήντα οκτώ, λίγους μήνες πριν είχαν αγοράσει με το γιώργο το σπίτι τους. κάθε καλοκαίρι που βρισκόμασταν όλη η παρέα ο αλέξης μας μιλούσε για τη χίο. ήθελα να αγοράσω σπίτι σε νησί, ένα καλοκαίρι νωρίτερα είχα κλείσει ένα στην κρήτη αλλά ο ιδιοκτήτης την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε να το πουλήσει. κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε κάπου με την ηρώ την κόρη μου και ήθελα να υπάρχει ένα σπίτι σε χωριό για να μεγαλώσει σε αυτό, να υπάρχει μια σταθερή βάση, να κάνει φίλους, να έχουμε ένα σημείο αναφοράς.
πριν κλείσω αυτό εδώ είδα όλα τα ερειπωμένα σπίτια του χωριού και αυτά που δεν πουλιόντουσαν, μου άρεσε το απέναντι από το δικό μας αλλά δεν μπορούσα να βρω τον ιδιοκτήτη. αυτό εδώ έχει ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία και ήθελα να τα προφυλάξω. θα ήταν κρίμα να καταστραφεί ένα τέτοιο σπίτι. δεν αλλάξαμε τίποτα, το καθαρίσαμε και το στηρίξαμε.
δεν δένομαι με τα σπίτια αν χρειαστεί να αφήσω το σπίτι, θα το αφήσω. δεν μπορώ να πω οτι εδώ είναι το χωριό μου, μεγάλωσα στην αθήνα και την αγαπώ.
δένομαι με τους ανθρώπους, στεναχωρέθηκα που πέθαναν οι γειτόνισσες μου, η μαρία η στόφα, η κυρά μαριγώ και η κυρία κυριακούλα. όταν φτιάχναμε το σπίτι τις ρώτησα αν προτιμούσαν να βάλουμε σοβά, ή να αφήσουμε την πέτρα. στενοχωρέθηκα που πέθανε ο σίμος, νομίζω κανείς στο χωριό δεν τον κατάλαβε.
είχαμε πρόβλημα με την αρχαιολογική υπηρεσία για το ξύλινο στέγαστρο, τελικά βρέθηκε λύση αλλά χρειάζονται πολλά χρήματα.
ηρώ
δεν το νιώθω σαν να είναι εδώ το χωριό μου αλλά μου αρέσει πολύ που έρχομαι εδώ κάθε καλοκαίρι με τους ίδιους φίλους. έχουν περάσει τόσα χρόνια και με τα παιδιά του χωριού δεν κάνουμε παρέα, τα περισσότερα δεν τα γνωρίζω.

το σπίτι μου αρέσει πολύ αλλά δεν μου φαινεται πολύ λειτουργικό.

αγκαλιασμένοι

πριν χρόνια αγόρασαν σπίτι στο χωριό
μεγάλωσαν εδώ τα παιδιά τους
επέστρεψαν στην αθήνα
και τώρα έρχονται το καλοκαίρι
έχουν τη σταλαγμένη γλύκα των ανθρώπων
που θρέφονται από την ορμή της ζωής

βράδυ στο χωριό
ανέβηκαν ένα στενό
και έστριψαν αριστερά
στην κατεύθυνση του σπιτιού τους
με γρήγορο συντονισμένο βηματισμό
ο άντρας πέρασε το χέρι του στην πλάτη της γυναίκας
αμέσως το ίδιο έκανε κι αυτή
με φυσικότητα καθημερινότητας
συνέχισαν αγκαλιασμένοι

ξαφνιάστηκα ευχάριστα
σπάνια στο χωριό να δω τέτοια σκηνή
με ζευγάρια που έχει περάσει η κόψη του χρόνου τους
που μετά από τριάντα χρόνια
το πιο φυσικό που έχουν να κάνουν
είναι να αγκαλιάζονται

γιαρεεέμ γιαρεεέμ

«γιαρεεέμ, γιαρεεέμ»

περνά κάθε πρωί
εποχούμενος «μανάβης»
πουλάει ψάρια

– θέλει τίποτα η μάνα σου
– ε ξέρω δεν είναι εδώ· ε μου λες τι πάει να πει αυτό που φωνάζεις;
– ε είναι το παλιό και γω το τραβώ παραπάνω
– πολύ ωραίο είναι γι’ αυτό σε ρωτώ
– συνέχεια με τραβούνε φωτογραφίες και βίντεο
με δείχνουνε στις τηλεοράσεις και στα φέισμουκ
πάω όμως τώρα γιατί ήργησα

20140817 οι νικητές

– πως φτιάχνονται οι νικητές;
– και σένα τι σε κόφτει;
– ε λέγε τώρα
– λάσπη στην τύχη
και να σε τολμηρός

– τι πάει να πει τολμηρός;
– την ώρα που κοιτάς τα αστέρια
εκείνος κόβει φέτες το φεγγάρι
– ασε τα αυτά, μίλα καθαρά
– τι σημασία έχει να μάθεις
έτσι κι αλλιώς χαμένος είσαι
– δεν έχει μόνο ψάρια η θάλασσα
και αλμυρό νερό είναι και το φως 
που την αλλάζει και ο άνεμος
– άσε τα αυτά μίλα καθαρά

– έξω τα πιτσιρίκια παίζουν μπάλα
έχουνε πόλεμο· χαρά και νικημένους

δεκαπέντεαυγούστου

λίγο πριν της δέκα ήταν όλοι εδώ
μάνες, κόρες, εγγόνια
όσο πίσω θυμάμαι η ίδια εικόνα καθωσπρεπισμού
και συντηρητικής κομψότητας
μόνο που τα εγγόνια έγιναν γονείς και οι μανάδες γίνανε γιαγιάδες
τρία τέσσερα χρόνια τώρα
τα κορίτσια ψήλωσαν δέκα δώδεκα πόντους
λικνιζόμενα πάνω στις χρωματιστές γόβες
η μόδα αλλάζει μένοντας ίδια πάντα
αρτοπλασίες, τακούνια, νέα εγγόνια, ευχές
νίκησαν άλλη μια φορά την εντροπία
η τάξη του κόσμου παραμένει σταθερή
ήντα βγάλει φωτογραφία;
τα παπούτσια; τι πάθαν όλοι και βγάλουν φωτογραφίες τα παπούτσια τους;

παντοπωλείον-ποτοπωλείον

σκέφτηκες τι θα κάνεις τώρα που επέστρεψες;
γιατί δεν δουλεύεις το μαγαζί;
δεν θα το έχεις όπως οι γονείς σου, θα βάλεις κι άλλα πράγματα
θα το κάνεις καινούργιο, θα είναι κάτι άλλο
ξέρεις πόσα βγάζουν οι άλλοι; τρελά λεφτά
δυο μήνες το χρόνο θα δουλεύεις και μετά θα κάνεις ότι άλλο θέλεις
το μαγαζί δεν πρέπει να το αφήσεις

ανάλογα με το μέγεθος που μετρούμε
χρησιμοποιούμε την αντίστοιχη μονάδα μέτρησης

αύγουστος;

θέλουνε χώρο οι μέρες
να γίνουν καλοκαίρι
αναβοσβήνει η σκέψη μας
σκόρπια κομμάτια
βότσαλα
τζιτζίκια ξαφνικά
το βλέμμα σου
και το δικό μου βλέμμα

ζεστός
μπαίνει ο αέρας μέσα μας
βγαίνει σοφός
λικνίζει τα φύλλα
και τη σκέψη μας